- φασκιά
- η(λ. λατ.), πλατιά λουρίδα υφάσματος για το σπαργάνωμα των βρεφών, επίδεσμος: Τύλιξε το παιδί με τις φασκιές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φασκία — φασκίᾱ , φασκία fascia fem nom/voc/acc dual φασκίᾱ , φασκία fascia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασκίᾳ — φασκίᾱͅ , φασκία fascia fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασκία — ἡ, ΜΑ βλ. φασκιά … Dictionary of Greek
φασκιά — η / φασκία, ΝΜΑ πλατιά λωρίδα από ύφασμα με την οποία τυλίγουν τα βρέφη, σπάργανο νεοελλ. ναυτ. μορφή περιλαβείου τών πλοίων, που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση ζώων και σάκων αρχ. 1. (κατά τον Πολυδ.) «τὴν ζώνην ἣν Ῥωμαῑοι… … Dictionary of Greek
φασκίας — φασκίᾱς , φασκία fascia fem acc pl φασκίᾱς , φασκία fascia fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασκίαι — φασκίᾱͅ , φασκία fascia fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασκίαν — φασκίᾱν , φασκία fascia fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασκιῶν — φασκία fascia fem gen pl φασκιόω fascia pres part act masc voc sg (doric aeolic) φασκιόω fascia pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φασκιόω fascia pres part act masc nom sg φασκιόω fascia pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασκίαις — φασκία fascia fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασκίδιον — τὸ, Μ [φασκία] υποκορ. τ. τού φασκία … Dictionary of Greek